ἔκδρομος
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
ὁ,
A one that runs out : ἔκδρομοι skirmishers, Th.4.125, X.HG4.5.16.
German (Pape)
[Seite 758] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδρομος: ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l’ennemi.
Étymologie: ἐκδραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ milit. tropa de choque en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.HG 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2.