διασεύομαι

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασεύομαι Medium diacritics: διασεύομαι Low diacritics: διασεύομαι Capitals: ΔΙΑΣΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diaseúomai Transliteration B: diaseuomai Transliteration C: diaseyomai Beta Code: diaseu/omai

English (LSJ)

   A dart through, used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. διέσσῠτο, c. gen., τάφροιο δ. Il.10.194; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. 15.542; ἐκ μεγάροιο δ. Od.4.37: less freq. c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2.450: abs., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ or μηρόν] 5.661: later in part. διεσσύμενος Q.S.3.641: pf. διέσσυται Opp.H.2.259.

Greek (Liddell-Scott)

διασεύομαι: παθ., ὁρμῶ, πηδῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. Ἐπ. παθ. ἀορ. διέσσῠτο, μετὰ γεν., τάφροιο δ. Ἰλ. Κ. 194· αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. Ο. 542· ὡσαύτως, ἐκ μεγάροιο δ. Ὀδ. Δ. 37· σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· ἀπολ., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ ἢ μηρὸν] Ε. 661·― μεταγεν. κατὰ μετοχ., διεσσύμενος Κόϊντ. Σμ. 3. 641.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. 3ᵉ sg. διέσσυτο;
1 franchir d’un bond : τάφροιο IL un fossé;
2 s’élancer à travers : στέρνοιο IL s’enfoncer dans la poitrine en parl. d’une lance ; avec l’acc. : δ. λαόν IL s’élancer à travers le peuple.
Étymologie: διά, σεύω.

English (Autenrieth)

only aor. 3 sing. διέσσυτο, rushed through, hastened through; with acc. and w. gen.