ματαιάζω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
= foreg., Epicur.Ep.1p.22U. (v.l. -αιΐζ-), Ph.1.222, al., Luc.Luct.16, Palaeph.10, S.E.M.9.282 (
A v.l. ματάζ-, i.e. ματᾴζ-).
Greek (Liddell-Scott)
ματαιάζω: ἴδε ματᾴζω.
French (Bailly abrégé)
parler ou agir vainement ou sottement.
Étymologie: μάταιος.
Greek Monolingual
ματαιάζω (ΑM)
μσν.
λέω και ζητώ κάτι μάταια
αρχ.
ματάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ματάζω < μάταιος.