ἐμπαθῶς
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
French (Bailly abrégé)
adv.
avec passion ou émotion;
Cp. ἐμπαθέστερον, Sp. ἐμπαθέστατα.
Étymologie: ἐμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰθῶς: страстно, взволнованно (λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὶ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.): ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. быть страстно преданным чему-л.