λικμάω
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
fut. -ήσω X.Oec.18.8: aor.
A ἐλίκμησα B.Fr.34:— part the grain from the chaff, winnow, ἀνδρῶν λικμώντων Il.5.500; σῖτον λ. X.Oec.18.6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων B.l.c.: metaph., scatter like chaff, LXX Ez.29.12; make away with, ib.Is.30.22; crush, destroy, ἐλίκμησάν μου τὸ λάχανον BGU146.8 (iii A.D.); ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ (sc. ὁ λίθος) λικμήσει αὐτόν Ev.Luc.20.18.
German (Pape)
[Seite 46] mit der Worfschaufel, λικμός, das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λικμάω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., διασκορπίζω ὡς ἄχυρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. λικμήσω, ao. ἐλίκμησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλικμήθην, pf. λελίκμημαι;
vanner.
Étymologie: λικμός.