αἱματόω
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
A make bloody, stain with blood, αἱμάτου θεᾶς βωμόν E. Andr.260; διὰ παρῇδος ὄνυχα . . αἱματοῦτε Id.Supp.77:—Pass., μηδὲν αἱματώμεθα A.Ag.1656; κρᾶτας αἱματούμενοι E.Ph.1149; ᾑματωμένη χεῖρας Id.Ba.1135, cf. Ar.Ra.476, Th.7.84, X.Cyr.1.4.10, etc. 2 slay, aor. αἱματῶσαι S.Fr.987. II turn into blood, τὴν τροφήν Gal. 8.379:—Pass., Ruf.Ren.Ves.5.2, Gal.17(2).692.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόω: μέλλ. -ώσω, καθαιμάσσω, αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) σφάζω, φονεύω, ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς αἷμα, Ἰατρ.
French (Bailly abrégé)
ensanglanter, souiller de sang.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόω) I tr.
1 ensangrentar θεᾶς βωμόν E.Andr.260, χρῶτα φόνιον E.Supp.77
•esp. en v. med.-pas. ensangrentarse οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.Pax 1020, cf. Ra.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.Cyr.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.Her.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.A.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.Ph.1149, χεῖρας E.Ba.1135.
2 derramar la sangre, matar S.Fr.987.
3 convertir en sangre αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα δύναμις Gal.17(2).476
•med.-pas. convertirse en sangre πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.Ren.Ves.5.2.
II intr. sangrar Ps.Caes.101.12.