καθεῖσα
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
A v. καθίζω:—but καθεῖσαν 3pl. aor. 2 of καθίημι.
German (Pape)
[Seite 1282] (s. εἷσα), ich setzte nieder, ließ sich niedersetzen; ansiedeln, wohnen lassen; τὸν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπ' ήϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il. 5, 36; τινὰ ἐπὶ θρόνου 18, 389; σκοπὸν καθεῖσε, einen Späher, Od. 4, 524; ἀνδριάντι, ὃν Κρῆτες τέγεϊ Παρνασίῳ κάθεσσαν Pind. P. 5, 42. – Med. καθέσσατο Anacr. 10 (VI, 143). – Vgl. καθέζομαι u. καθίζω.