καθεῖσα
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
v. καθίζω:—but καθεῖσαν 3pl. aor. 2 of καθίημι.
German (Pape)
[Seite 1282] (s. εἷσα), ich setzte nieder, ließ sich niedersetzen; ansiedeln, wohnen lassen; τὸν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπ' ήϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il. 5, 36; τινὰ ἐπὶ θρόνου 18, 389; σκοπὸν καθεῖσε, einen Späher, Od. 4, 524; ἀνδριάντι, ὃν Κρῆτες τέγεϊ Παρνασίῳ κάθεσσαν Pind. P. 5, 42. – Med. καθέσσατο Anacr. 10 (VI, 143). – Vgl. καθέζομαι u. καθίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεῖσα indic. aor. van καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεῖσα: 1 л. aor. sing. к *καθέω.
Greek (Liddell-Scott)
καθεῖσα: ἴδε ἐν λ. καθίζω· ― ἀλλὰ καθεῖσαν, γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ τοῦ καθίημι.
English (Autenrieth)
(εἷσα): cause or bid to sit down, Il. 18.389; set, place, establish, Od. 4.524, Il. 14.204.
Greek Monotonic
καθεῖσα:I. αόρ. αʹ του καθίζω. II. καθεῖσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.