ἀλλόχρως

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.