μιξόμβροτος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόμβροτος Medium diacritics: μιξόμβροτος Low diacritics: μιξόμβροτος Capitals: ΜΙΞΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: mixómbrotos Transliteration B: mixombrotos Transliteration C: miksomvrotos Beta Code: mico/mbrotos

English (LSJ)

ον, for μιξόβροτος,

   A half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.

Greek Monolingual

μιξόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- + -μβροτός (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].