ἀνεμώκης
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ες,
A swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.