ἀνιστόρητος
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
ον,
A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. -τως, ἔχειν τινός Plu.Demetr.1. II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιστόρητος: -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, ἀμαθής, ἀπαίδευτος, μή γνωρίζων, ἀνιστόρητος περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἄγνωστος, ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non renseigné sur, gén. ou περί τινος sur qch;
2 non mentionné dans l’histoire, inconnu.
Étymologie: ἀ, ἱστορέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas que no ha sido investigado μηδέν Ph.Bel.78.36
•que no ha sido registrado καινὸν οὐδὲν ... κακίας εἶδος Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.Mus.p.28.
2 de pers. que desconoce, que carece de información περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.Rh.1.188, τούτων Arr.Epict.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.
II adv. -ως sin conocer τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco Plu.Demetr.1.