συναιωρέομαι

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιωρέομαι Medium diacritics: συναιωρέομαι Low diacritics: συναιωρέομαι Capitals: ΣΥΝΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synaiōréomai Transliteration B: synaiōreomai Transliteration C: synaioreomai Beta Code: sunaiwre/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.

Greek (Liddell-Scott)

συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l’esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.

Greek Monotonic

συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.