ἀντυποκρίνομαι
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἀντυπουργέω, Ion. for ἀνθυπ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντυποκρίνομαι: ἀντυπουργέω, Ἰων. ἀντὶ ἀνθυπ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀνθυποκρίνομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀνθυποκρίνομαι.