Λυκίηθεν

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lycie.
Étymologie: Λυκία, -θεν.

Greek Monolingual

Λυκίηθεν (Α)
επίρρ. από τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. του Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν), πρβλ. Κρήτη-θεν, Λιβύη-θεν].