κάκισις
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Full diacritics: κάκισις | Medium diacritics: κάκισις | Low diacritics: κάκισις | Capitals: ΚΑΚΙΣΙΣ |
Transliteration A: kákisis | Transliteration B: kakisis | Transliteration C: kakisis | Beta Code: ka/kisis |
[ᾰ], εως, ἡ,
A blame, ἐν τοῖς διαπραττομένοις Vett.Val.182.20 (pl.).
κάκισις, ἡ (ΑΜ)
κακίζω
μσν.
κακία, οργή
αρχ.
μομφή, κατηγορία.