κακοεργής
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ές, poet.,
A = κακοεργός, IG12(5).229.15 (Paros), Man. 1.249.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, = κακοεργός, θυμός, βία, Man. 1, 315. 249.