δεδίττομαι
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A v. δειδίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. δεδίσσομαι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσσομαι.