σεμνολογία
English (LSJ)
ἡ,
A boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλία ἢ ἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.