σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Full diacritics: Κρόνιππος | Medium diacritics: Κρόνιππος | Low diacritics: Κρόνιππος | Capitals: ΚΡΟΝΙΠΠΟΣ |
Transliteration A: Krónippos | Transliteration B: Kronippos | Transliteration C: Kronippos | Beta Code: *kro/nippos |
ὁ,
A an old dotard, Ar.Nu.1070.
Κρόνιππος: -ον, (Κρόνος) «παλῃάλογο», Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
ου (ὁ) :
vieille rosse.
Étymologie: Κρόνος, ἵππος.
Κρόνιππος: -ον (Κρόνος), ξεμωραμένος, «ψωράλογο», σε Αριστοφ.