Πυανεψιών

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Greek (Liddell-Scott)

Πυᾰνεψιών: -ῶνος, ὁ, ὁ τέταρτος μὴν τοῦ Ἀττ. ἔτους κληθεὶς οὕτως ἐκ τῆς ἑορτῆς Πυανέψια, καὶ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὰς ἀρχὰς Ὀκτωβρίου μέχρις ἀρχῶν Νοεμβρίου (Ἰουλιαν. ἡμερολ.), Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστορ. 4. 2. 10, κτλ.· ἴδε Clinton F. Η. 2. append. 19. Ὁ τύπος πυανοψιὼν ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 21., 270. 1, 10., 276. 13· πρβλ. Πυανέψια.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Pyanepsion, 4ᵉ mois de l’année attique, correspondant à la 2ᵉ moitié d’octobre et à la 1ᵉ de novembre.
Étymologie: Πυανέψια.

Greek Monolingual

και Πυανοψιών, -ῶνος, ὁ, Α
ο τέταρτος μήνας του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε με το διάστημα 15 Οκτωβρίου -15 Νοεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυανέψια / Πυανόψια + κατάλ. -ών, που απαντά και σε άλλα ον. μηνών (πρβλ. Μεταγειτνι-ών)].