ἀρύβαλλος
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50. II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bourse qui s’ouvre et se ferme à l’aide de cordons;
2 vase de col étroit et de forme analogue à cette bourse.
Étymologie: ἀρύω, βάλλω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
1 bolsa que se cierra tirando de cordones, Stesich.29, Antiph.50.
2 pomo globular, aríbalo Ar.Eq.1094, Ath.783f.
• Etimología: Etim. dud. Quizá un comp. de ἀρύω y βάλλω en asíndeton. Tb. es posible ver en el 2.° término pelásgico *bholn-, cf. βαλλαντιον.