πολυπρηγμονέω
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολυπραγμονέω.
Greek Monotonic
πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.