ἀποματαΐζω
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
French (Bailly abrégé)
euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.
Spanish (DGE)
peerse ὁ Ἄμασις ... ἐπάρας ἀπεματάϊσε Hdt.2.162, ἐπάρας τὸ σκέλος ἀπεματάϊσε Fauorin.Fr.15, cf. Tz.Comm.Ar.1.144.18.