ἄρρωστος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, (ῥώννυμι)
A weak, sickly, Arist. HA634b14, Plu.2.465c. Adv. -τως, ἔχειν Aeschin.2.14, cf. D.H.7.12; διακεῖσθαι Isoc.19.20. 2 in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν X.Ap.30, cf. Oec.4.2 (Comp.). 3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206 (Lucill.).]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 faible, malade;
2 fig. non disposé à, avec ἐς.
Étymologie: ἀ, ῥώννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄρω- AP 11.206 (Lucill.)
I 1enfermo αὐταὶ δ' αὑτῶν ὁτὲ μὲν ἀρρωστότεραι, ὁτὲ δ' ἰσχύουσι μᾶλλον Arist.HA 634b14, ἐγὼ ... [ἄρρωστ] ος ἐτύγχανον ... ὤν PCair.Zen.18.5 (III a.C.), cf. AP 11.206 (Lucill.), Babr.75.1, D.C.50.18.3, Ael.NA 17.4, Hierocl.Facet.222, GDI 1878.17 (Delfos II a.C.), PMasp.151.185 (IV d.C.)
•subst. ἄρρωστοι τεσσαρεσκαίδεκα catorce casos clínicos Hp.Epid.1.26 tít., οἷον ἀρρώστῳ παραινῶν ἑκάστῳ Plu.2.465c.
2 en sent. moral débil, flojo οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν X.Ap.30, τῶν δὲ σωμάτων θηλυνομένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι X.Oec.4.2
•ἐς τὴν μισθοδοσίαν ἀρρωστότερον peor dispuesto para la paga Th.8.83.
II adv. -ως sin fuerza, en estado enfermizo ἀ. διακεῖσθαι Isoc.19.20, D.H.7.12, Corp.Herm.18.7, ἀ. ἔχειν estar enfermo Aeschin.2.14.