αὐτοετής
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ές, (ἔτος)
A in or of the same year, of trees, αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP3.7.1; ἔριφος J.AJ3.9.3. Adv. αὐτοετές within the year, Od.3.322, D.C.36.37; γεννᾶν Arist.HA562b12; at one year old, ὀχεύεσθαι ib.545a24.
German (Pape)
[Seite 397] ές (ἔτος), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοετής: -ές, (ἔτος), τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, ἐνιαύσιος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est de l’année même, de la même année ; neutre adv. • αὐτοετές la même année.
Étymologie: αὐτός, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ές
1 en posición pred. en el mismo año, dentro del año en curso αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, neutr. como adv. αὐ. οἰχνεῖν Od.3.322, αὐ. ἡμεροῦν D.C.36.37.3, γεννᾶν Arist.HA 562b12, ὀχεύεσθαι Arist.HA 545a24
•que desempeña su función durante el mismo año (al tiempo que otra) προφήτης Didyma 278.3, 283, cf. 229.2.8 (todas imper.).
2 del primer año, del año μέλιτται Ael.NA 1.11, ἔριφος I.AI 3.231, εὐφόρβιον Gal.13.627.