γυρεύω
From LSJ
English (LSJ)
A run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.
German (Pape)
[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
French (Bailly abrégé)
tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.
Spanish (DGE)
(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
•fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.