καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
seul. pf. Pass. διαμέμνημαι;conserver dans sa mémoire.Étymologie: διά, μιμνῄσκω.
διαμιμνῄσκω: (только pf. διαμέμνημαι) постоянно помнить, хранить в памяти Xen.