καπνιαῖος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνιαῖος Medium diacritics: καπνιαῖος Low diacritics: καπνιαίος Capitals: ΚΑΠΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kapniaîos Transliteration B: kapniaios Transliteration C: kapniaios Beta Code: kapniai=os

English (LSJ)

λίθος

   A smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.

Greek Monolingual

καπνιαῑος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].