πολίχνιον
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Pl.R.370d, Isoc.5.145, etc.
German (Pape)
[Seite 657] τό, dim. zum Vorigen; Plat. Rep. II, 370 d Isocr. 5, 145 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πολίχνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πλάτ. Πολ. 370D., Ἰσοκρ. 111Α, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πολίχνη.
Greek Monotonic
πολίχνιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.