δυσμόρως
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
French (Bailly abrégé)
adv.
malheureusement.
Étymologie: δύσμορος.
Russian (Dvoretsky)
δυσμόρως: несчастливо: δ. θανόντες Aesch. погибшие ужасной смертью.