καρδιάω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A = καρδιαλγέω, in Ep. part. καρδιόωντα, Nic.Al.581.
German (Pape)
[Seite 1326] = καρδιαλγέω, Nic. Alc. 593, καρδιόωντα.