ἐκπατάσσω

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A strike, afflict, τινὰ κακοῖσι E.HF890 (-πετάσουσιν codd.) : metaph., γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP9.309 (Antip. <Thess.>):—Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, Od.18.327 ; ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 771] hinausstoßen, -schlagen, und übertr., wie ἐκπλήσσω, außer Fassung setzen, erschrecken, Eur. Herc. Fur. 888, wie Antipat. Sid. 109 (IX, 309); pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί, ganz verrückt, Od. 18, 327.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπᾰτάσσω: μέλλ. -ξω, πατάσσω, καταβάλλω, τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ ἐκπλήσσω, γρηῢν... ἐξεπάταξε φόβος, ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ ἐμβρόντητος» (Εὐστ.), «ἄφρων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.

French (Bailly abrégé)

accabler, abattre : φρένας ἐκπεπαταγμένος OD dont l’esprit est accablé.
Étymologie: ἐκ, πατάσσω.

English (Autenrieth)

strike out; only pass. perf. part. (metaph.), φρένας ἐκπεπαταγμένος, ‘bereft of sense,’ Od. 18.327† (cf. ἐκπλήσσω).