ἐκπατάσσω

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰτάσσω Medium diacritics: ἐκπατάσσω Low diacritics: εκπατάσσω Capitals: ΕΚΠΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: ekpatássō Transliteration B: ekpatassō Transliteration C: ekpatasso Beta Code: e)kpata/ssw

English (LSJ)

strike, afflict, τινὰ κακοῖσι E.HF890 (-πετάσουσιν codd.): metaph., γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP9.309 (Antip. <Thess.>):—Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, Od.18.327; ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἐκπᾰτάσσω) 1 en perf. med.-pas. estar tocado o afectado c. ac. de rel. φρένας estar mal de la cabeza σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί Od.18.327.
2 dud. golpear hasta soltar, soltar por la fuerza τὰ δ' ἄχματ' ἐκπεπ[α] τάχμενα en v. pas. los fardos que han salido despedidos por la violencia de la tormenta en el mar, Alc.208(a).14 (cj. en ap. crít.).
3 dejar pasmado, alelado γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP 9.309 (Antip.Thess.), en v. pas. ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη Hsch.

German (Pape)

[Seite 771] hinausstoßen, -schlagen, und übertr., wie ἐκπλήσσω, außer Fassung setzen, erschrecken, Eur. Herc. Fur. 888, wie Antipat. Sid. 109 (IX, 309); pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί, ganz verrückt, Od. 18, 327.

French (Bailly abrégé)

accabler, abattre : φρένας ἐκπεπαταγμένος OD dont l'esprit est accablé.
Étymologie: ἐκ, πατάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπᾰτάσσω: поражать (τὸ γένος τινὸς κακοῖσιν Eur.; βροντῆς φόβος ἐξεπάταξέ τινα Anth.): φρένας ἐκπεπαταγμένος Hom. потерявший рассудок, обезумевший.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπᾰτάσσω: μέλλ. -ξω, πατάσσω, καταβάλλω, τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ ἐκπλήσσω, γρηῢν... ἐξεπάταξε φόβος, ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ ἐμβρόντητος» (Εὐστ.), «ἄφρων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.

English (Autenrieth)

strike out; only pass. perf. part. (metaph.), φρένας ἐκπεπαταγμένος, ‘bereft of sense,’ Od. 18.327† (cf. ἐκπλήσσω).

Greek Monolingual

ἐκπατάσσω (AM)
πατάσσω με δύναμη, καταβάλλω.

Greek Monotonic

ἐκπᾰτάσσω: μέλ. -ξω, κτυπώ, πλήττω, βασανίζω, πατάσσω, καταβάλλω, σε Ευρ. — Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, αυτός που έχει πληγεί, που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ξω
to strike, afflict, Eur.:—Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, Od.