κάρτος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),
A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.