ἰταμῶς
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
French (Bailly abrégé)
adv.
avec hardiesse ou effronterie;
Cp. ἰταμώτερον.
Étymologie: ἰταμός.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμῶς: 1) стремительно, бурно: ἰταμώτερον τοῦ δέοντος Plat. с большим, чем нужно, рвением;
2) смело, дерзко (ὑφιστάναι τὸν θόρυβον Plut.).