ἐξαλύσκω
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
aor. ἐξήλυξα,
A flee from, c. acc., E.El.219, Hipp.673 (lyr.): abs., escape, A.Eu.111, E.Hec.1194: c. gen., Opp.H.3.104; cf. ἐξαλεύομαι.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλύσκω), = ἐξαλέομαι; Aesch. Eum. 111; πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; Eur. Hipp. 673, vgl. El. 219; ἐξήλυξε μόροιο Opp. Hal. 3, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλύσκω: μέλλ. -ύξω: ἀόρ. ἐξήλυξα: ― ὡς τὸ ἐξαλέομαι, φεύγω ἀπό τινος, Εὐρ. Ἠλ. 219, Ἱππ. 673· ἀπολ., διαφεύγω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 111, Εὐρ. Ἑκ. 1194: ― μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 104. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι· Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». ― Πρβλ. ἐξαλεύομαι.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαλύξω, ao. ἐξήλυξα;
échapper à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλύσκω.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλύσκω)
escapar, librarse de alguna fatalidad o desgracia, c. ac. ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλύξωμαι θεᾶς S.Ai.656 (cj. en ed., pero ἐξαλεύσωμαι cód.), φῶτας κακούργους E.El.219, πᾷ ποτ' ἐξαλύξω τύχας; E.Hipp.673, βακχῶν σπαραγμόν E.Ba.734, μοῦνον φλέγουσαν ἐξαλύξαντα σποδόν Lyc.179, tard. c. gen. ἐξήλυξε μόροιο de un pez, Opp.H.3.104
•abs. escapar al destino, librarse de una suerte fatal ὃ δ' ἐξαλύξας οἴχεται él habiéndose escapado se ha ido A.Eu.111, οὔτις ἐξήλυξέ πω E.Hec.1194, cf. Sch.Nic.Th.121e.