ἐξύφασμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.
German (Pape)
[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.
Greek Monolingual
ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).