ἐπινίκειος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
[ῑ], ον, = sq., S.OC1088 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 965] bei Soph. O. C. 1090 Lesart der mss. ἐπινικείῳ σθένει, wofür Herm. ἐπὶ νικείῳ vermuthet, vulg. ἐπινικίῳ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίκειος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1088, χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐπινίκιος.
Greek Monotonic
ἐπινίκειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.