εὐδιήγητος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.

Greek Monolingual

εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.