εὐχρήστως
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
French (Bailly abrégé)
adv.
commodément, utilement;
Cp. εὐχρηστότερον.
Étymologie: εὔχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρήστως: 1) с удобством, с пользой: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;
2) кстати, метко (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).