διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
SourceFrench (Bailly abrégé)
fém. ἡβώωσα;
part. prés. épq. de ἡβάω.
Greek Monotonic
ἡβώων: -ώωσα, Επικ. αντί ἡβῶν, -ῶσα, μτχ. του ἡβάω.