θανατόεις

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτόεις Medium diacritics: θανατόεις Low diacritics: θανατόεις Capitals: ΘΑΝΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: thanatóeis Transliteration B: thanatoeis Transliteration C: thanatoeis Beta Code: qanato/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.

Greek Monolingual

θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυ-όεις, δρυ-όεις, ζακρυ-όεις)].