κεραυνοβολία

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβολία Medium diacritics: κεραυνοβολία Low diacritics: κεραυνοβολία Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: keraunobolía Transliteration B: keraunobolia Transliteration C: keravnovolia Beta Code: keraunoboli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A thunder-storm, Str.13.4.11 (pl.), Plu.2.624b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, das Schleudern des Donnerkeils, das Treffen damit; Strab. XIII, 628; Plut. Symp. 1, 6, 2, im plur., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολία: ἡ, θύελλα μετὰ κεραυνῶν, Στράβ. 628, Πλούτ. 2. 624Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεραυνοβολία) κεραυνοβολώ
εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση
νεοελλ.
1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της
2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία.