ηλεκτροπληξία
Greek Monolingual
η
ιατρ. σφοδρός, βίαιος και συχνά θανατηφόρος κλονισμός του νευρικού συστήματος, ο οποίος προκαλείται από την αιφνίδια διοχέτευση ισχυρού ηλεκτρικού ρεύματος στο ανθρώπινο σώμα ή σε άλλο ζωντανό οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical shock < electrical (πρβλ. ηλεκτρικός) shock «κλονισμός»].