κλεψίχωλος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον,
A disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.
German (Pape)
[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.
Greek Monolingual
κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].