κορδακικός

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).