κρασπεδίτης
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.
Greek (Liddell-Scott)
κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dernier figurant d’un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.
Greek Monolingual
κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.