Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
adv.
vers la Crète ou en Crète avec mouv.
Étymologie: Κρήτη, -δε.
Κρήτηνδε (Α)
επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κύπρον-δε)].