Κῦρος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ὁ, Cyrus: 1 ὁ πρότερος, the elder Cyrus, Hdt.1.46, etc. 2 ὁ νεώτερος, the brother of Artaxerxes, X.An.1.1.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κῦρος: ὁ, 1) ὁ πρότερος, ὁ πρεσβύτερος, ὁ μέγας Κῦρος, Ἡρόδ., κτλ. 2) ὁ νεώτερος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀρταξέρξου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 1, κτλ.· ― οἱ Κύρειοι, οἱ Ἕλληνες οἱ παρὰ τῷ Κύρῳ πρότερον ὑπηρετήσαντες, ὁ αὐτο. ἐν Ἑλλ. 3. 2, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cyrus :
1 n. d’h;
2 fl. d’Arménie.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Κῦρος: ὁ, ο Κύρος·
1. ὁ πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ.
2. ὁ νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.